ὑποβαστάζονται

ὑποβαστάζονται
ὑποβαστάζω
bear from under
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, γραμμές ή δίκτυα — Κοινή ονομασία για τα έργα με τα οποία επιτυγχάνεται η μ. της ενέργειας από τον τόπο παραγωγής στον τόπο κατανάλωσης. Διακρίνονται σε εναέριες γραμμές, εκείνες δηλαδή που κατασκευάζονται υπεράνω του εδάφους και υποβαστάζονται από κατάλληλα… …   Dictionary of Greek

  • αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… …   Dictionary of Greek

  • μαγάς — (; – 268 π.Χ.). Ηγεμόνας της Κυρήνης, της δυναστείας των Πτολεμαίων. Ήταν γιος του Πτολεμαίου Α’ και της ετεροθαλούς αδελφής του και συζύγου του Βερενίκης. Ο Πτολεμαίος έστειλε τον Μ. να καταπνίξει την επανάσταση στην Κυρήνη και όταν το πέτυχε,… …   Dictionary of Greek

  • Κυρινάλιο — (Quirinal). Ανάκτορο στη Ρώμη, χτισμένο πάνω στον ομώνυμο λόφο. Έλαβε την ονομασία του από τον Σαβίνο θεό Κυρίνο, που ήταν αντίστοιχος του Mars (Άρη) των Ρωμαίων και ταυτιζόταν με τον Ρωμύλο. Η οικοδόμηση του Κ. ξεκίνησε το 1574 επί πάπα… …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”